- κερκισις
- κέρκισις-εως ἥ тканье с помощью челнока Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κέρκισις — κέρκισις, ἡ (Α) [κερκίζω] το να υφαίνει κανείς με κερκίδα («οἷον σπάθησις καὶ κέρκισις», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κέρκισις — plying the fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρκισιν — κέρκισις plying the fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίσι — κερκίσῑ , κέρκισις plying the fem dat sg (epic doric ionic aeolic) κερκίς weaver s shuttle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)